τύλη

τύλη
η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α
υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι
νεοελλ.
υπόστρωμα σάγματος ή σέλας
αρχ.
1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου
2. καμπούρα καμήλας, ύβος
3. προσκεφάλι, προσκέφαλο
4. (γενικά) είδος σκληρού στρώματος, στρωμάτσο
5. (κατά τον Ησύχ.) «τύλαι, αἱ ἐν ταῑς χερσὶ φλύκταιναι, ὡς περισσά τινα, καὶ τοῑς ὤμοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. τύλη και τύλος είναι τεχνικοί όροι που εμφανίζουν ποικιλία σημ. και μπορούν πιθ. να αναχθούν στη μηδενισμένη βαθμίδα *tu- τής ΙΕ ρίζας *teu- «φουσκώνω» (πρβλ. τύ-μ-βος*, τύ-φη*) με επίθημα με -λ- (πρβλ. οπ-λή, χη-λή). Στη ρίζα αυτή, η οποία έχει ευρύτατη σημ., ανάγονται τ. με αρκετά διαφορετικές σημ.: αρχ. πρωσ. tūlan «πολύ», αρχ. σλαβ. tylŭ «αυχένας», αρχ. νορβ. pollr «δέντρο, σφήνα», γερμ. Dolle «σκαλμός». Ωστόσο, η ακριβής μορφή τής ρίζας αυτής δεν είναι εύκολο να καθοριστεί και έτσι η αναγωγή διαφόρων τ. σ' αυτήν και η σχέση μεταξύ τών τύπων γεννούν προβλήματα (βλ. και λ. σώος, ταΰς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τύλη — swelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλῃ — τύλη swelling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλαι — τύλη swelling fem nom/voc pl τύλᾱͅ , τύλη swelling fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλαις — τύλη swelling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλην — τύλη swelling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλης — τύλη swelling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυλάριον — τὸ, ΜΑ υποκορ. τού τύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

  • τυλείον — τὸ, Α [τύλη] (υποκορ. τού τύλη) μικρό προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • τυλοειδής — ές, Α όμοιος με τύλη* ή με τύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη / τύλος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”